- πνιγμωδῶς
- πνιγμώδηςchokingadverbial (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πνιγμώδης — ῶδες, ΜΑ [πνιγμός] αυτός που προκαλεί πνιγμό, ο πνιγηρός («πνιγμώδης βήξ», Ιπποκρ.) επίρρ... πνιγμωδῶς Μ αποπνικτικά, ασφυκτικά … Dictionary of Greek